- κέρκον
- κέρκοςtailfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
собаку съел, только хвостом подавился — Съел волк кобылу, да дровнями подавился. Переплыл море, да в луже утонул. Хорошо затянул (песню) да вынося осекся (утомился) иноск.: о звуке или деле, на самом конце неудавшемся Ср. La coda è la più cattiva a scorticare. С хвоста снять шкуру… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Собаку съел, только хвостом подавился — Собаку съѣлъ, только хвостомъ подавился. Съѣлъ волкъ кобылу, да дровнями подавился. Переплылъ море, да въ лужѣ утонулъ. Хорошо затянулъ (пѣсню) да вынося осѣкся (утомился) иноск. о звукѣ или дѣлѣ, на самомъ концѣ неудавшемся. Ср. La coda è la più … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ORNITHOMANTIA — Graecis dicta fuit, ex avibus praesagia desumendi ars: Has enim Deorum ministras, ab iisdem hominibus obici, ut futura ex illis discerent, veteri superstitione creditum. Ovid. Fastor. l. 1. v. 447. Nam Diis ut proxima quaeque, Nunc pennâ veras,… … Hofmann J. Lexicon universale
επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
παρεμφερής — ές, ΝΑ αυτός που είναι σε ορισμένο βαθμό, όχι απόλυτα, όμοιος με κάποιον άλλο, σχεδόν ίδιος, κάπως όμοιος, παραπλήσιος («ὦτα δὲ καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ», Διόδ. Σ.). επίρρ... παρεμφερώς / παρεμφερῶς, ΝΑ κατά τρόπο σχεδόν όμοιο,… … Dictionary of Greek
ՏՏՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0894 Chronological Sequence: Early classical ա. κέρκον կամ οὑράν ἕχων. caudatus. Ունօղ զտուտն կամ զտտուն. պոչաւոր. ... *Տտնաւորս իբրեւ զձկունս. Եւս. քր. ՟Ա: *Նորոգ աստեղք երեւին այլակերպք՝ տտնաւորք. Իգն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)